- πόλυθριξ
- πόλυ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A with much hair, of persons, AP6.276 (Antip.);
οὐρά Gp.17.2.1
.II Subst., = ἀδίαντον, Plin.HN25.132.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐρά Gp.17.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύθριξ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθριξ — τριχος, ΜΑ βλ. πολύτριχος … Dictionary of Greek
πολυτρίχων — πολύθριξ masc/fem gen pl πολύτριχον very hairy neut gen pl πολύτριχος very hairy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχα — πολύθριξ masc/fem acc sg πολύτριχον very hairy neut nom/voc/acc pl πολύτριχος very hairy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχας — πολύθριξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχες — πολύθριξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχος — πολύθριξ masc/fem gen sg πολύτριχος very hairy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχος — η, ο / πολύτριχος, ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, τριχος, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων… … Dictionary of Greek